Τα Μι.

-ντο-ρε-μι-μι-μι-

Μι, όπως μοναξιά·
μπόλικη μοναξιά, τη ζήσαμε, τη ξορκίσαμε, δε φεύγει. Αιώνια.
Μι, όπως (βουλι) μία·
κατασπαράζει ψυχές και σώματα, χρώματα και αρώματα.
Μι, όπως η μουσική·
για τις νύχτες τις αθόρυβες, τις δίχως αέρα, για τις μέρες τις χωρίς φως.
Μι, όπως ένα ζευγάρι μεγάλα μάτια·
από αυτά που κλαίνε χωρίς δάκρυα και που κοιτάνε στο κενό.
Μι, όπως εκείνοι οι αλλιώτικοι φύλακες·
εκείνοι των παιδικών μας χρόνων, των τότε και των τώρα.
Μι, όπως όλοι·
όλοι όσοι είναι δίπλα και δεν αγγίζουνε, δεν ακουμπάνε, δεν βλέπουνε, μονάχα προσποιούνται.
Μι, όπως "μου"·
τίποτα στο "μου", όλα στο "των", των άλλων, εκείνων των πολλών.
Μι, όπως μαύρο·
μέσα και έξω, πάνω και κάτω.
Μι, όπως μιζέρια και μαράζι·
ενίοτε, συχνά, πάντα.
Μι, όπως μαρκαδόρος·
εκείνους τους χρωματιστούς που 'φτιάχναν αερόστατα και ουράνια τόξα, κάποτε.
Μι, όπως μελωδία·
απόκοσμη. Του ονείρου; Του εφιάλτη; Πάντως ήτανε πάλι εδώ χθες βράδυ.
Μι, όπως τα "μη μ' ακουμπάς" και τα "μη μ' αγγίζεις"·
στα ζόρικα της εφηβείας χρόνια που 'ναι σφηνωμένα στη ψυχή του μωρού.
Μι, όπως το αρχίγραμμα του ονόματός σου·
κοίτα να δεις που κανείς ποτέ δε το προφέρει σωστά.

-φα-σολ-λα-σι-
Αλλάζουμε οκτάβα.