Σκόρπιες σκέψεις με υπόκρουση τη θλίψη


Μοναξιά μου όλα

Είναι κάποιες στιγμές, που η Μοναξιά έρχεται ακάλεστη, σα ανεπιθύμητος επισκέπτης. Κάθεται απέναντι σου, ανάβει αυθάδικα το τσιγάρο, σταυρώνοντας τα πόδια της σα φτηνή πόρνη και σου λέει: «Για πες…»
Κι εσύ, ψάχνεις το κουράγιο μέσα σου να την αντέξεις, όμως δεν το βρίσκεις. Εξαντλήθηκαν τα αποθέματα. Χάθηκαν στην προσπάθεια να είσαι δυνατή, να παλέψεις, να αντέξεις, να επιβιώσεις και κάπου- κάπου να ονειρευτείς.

Χαλάλι.
Θα το ξαναβρείς.
Θα ξαναμαζέψεις τις δυνάμεις σου.

Τώρα όμως;

Τώρα απλά σήκω. Γράπωσε τη Μοναξιά και σβέρκωσε την. Χόρεψε μαζί της ένα Tango Μασσαλιώτικο και αν σκοντάψεις πάνω σε κάποια νότα, δε πειράζει, κλάψε.

Τώρα με συγχωρείτε. Μου χτυπά η Θλίψη την πόρτα. Πάω να ανοίξω.


Φεγγαράκι μου Λαμπρό


Γεννήθηκα σε μέρος μακρινό, μια νύχτα με φεγγάρι.
(Μετράμε τα χρόνια σε φεγγάρια ακόμα, το ξέρατε;)

Ίσως για αυτό τις νύχτες με φεγγάρι, με πιάνει θλίψη.

Γιατί δεν ήθελα να γεννηθώ.


Ένα εκκρεμές στον τοίχο


Έχω τρία ρολόγια

Το ένα δείχνει τις ώρες της  μέρας, το άλλο της νύχτας
Κι ένα εκκρεμές στον τοίχο δίχως δείκτες

Είναι για της ώρες της θλίψης




Μου ‘χει λείψει η παρέα σου
(Ελπίζω και σε σένα η δική μου)

Κοιτάζω το Φιλί που μου χάρισες
(Σ’ αγάπησα, το ξέρεις;)

Δεν ήταν δικό σου όμως, ήταν του Klimt
(Παρόλα αυτό το κρέμασα στον τοίχο)

Ακόμα αναζητώ το δικό σου
(Για να φύγει η πίκρα της θλίψης απ’ τα χείλη μου)



Όπως μπορεί ο Καθένας


Ζηλεύω τους Καλλιτέχνες

Ο Χορευτής, μιλά με το σώμα του
Ο Ζωγράφος ακουμπά στο τελάρο την ψυχή του
Ο Γλύπτης δίνει μορφή στο άσπρο μάρμαρο
Κι ο ποιητής, ερωτροπεί με την πένα.

Κάτι θα μπορείς να κάνεις κι εσύ!
μου είπαν

Ξέρω να μαγειρεύω ωραία,
Απάντησα

Έτσι, καταπίνω τη θλίψη μου