Κείνο το παιδί..

Θυμάμαι κείνο το παιδί. Τα τετράδιά του ήτανε γεμάτα ζωγραφιές. "Πιάνει το χέρι του", έλεγε η δασκάλα. Δε ζωγράφιζε ποτέ φεγγάρι. Του θύμιζε νύχτες και σκοτάδια. Ψέμα και λάθη. Ούτε ήλιο ζωγράφιζε ποτέ, ούτε αστέρι. Τόσο φωτεινά του έμοιαζαν και τα ζήλευε. Ζωγράφιζε μονάχα κλόουν, αστεία πρόσωπα και καρτούν. Μάσκες γεμάτες λύπη. Κι όμως χαμογελούσε συνέχεια. Ο ψυχολόγος έλεγε ότι του έλειπε αγάπη. "Μα το υπεραγαπάμε", είπε η μαμά του. Και το παιδί που το άκουσε, ζωγράφισε για πρώτη φορά φεγγάρι. Ένα μεγάλο κατακόκκινο φεγγάρι..
Θυμάμαι κείνο το παιδί. Καθόταν πάντοτε στο τελευταίο θρανίο. Ήτανε μέτριος μαθητής, κι ας μη διάβαζε ποτέ. Η δασκάλα έλεγε ότι ήτανε έξυπνος. Αλλά πολύ ήσυχος. Κι η μαμά του δεν την πίστευε. Μέσα στο σπίτι δεν καθότανε στιγμή. Αεικίνητος. Τα βράδια δεν κοιμόταν από την υπερένταση. Γεμάτος ενέργεια. "Είναι υπερκινητικός", είπε ο γιατρός. Κι η μαμά του αναστέναξε!
Θυμάμαι το παιδί ετούτο. Ήταν μικροκαμωμένο, όμορφο στην όψη, με μια ψυχή σφαλισμένη γερά. Όπως και τα χείλη του. "Είναι αγαθός", έλεγαν οι συμμαθήτριές του. Αλλά το παιδί δεν κατάλαβε ποτέ αν το έλεγαν από λύπηση ή συμπόνια. Πάντοτε μπέρδευε τις δύο τούτες έννοιες, το καλό και το κακό. "Τόσο σχετικά είναι όλα στο μυαλό των ανθρώπων", έλεγε στη μαμά του. Κι εκείνη έκανε το σταυρό της γιατί την παραξένευαν τα λόγια του παιδιού της..
Θυμάμαι εκείνο το παιδί. Δεν είχε φίλους. Είχε πάντοτε μεγάλες παρέες. Αλλά ποτέ δεν ένιωθε ότι είχε φίλους. Κι όταν τελικά κάτι ένιωθε, οι φίλοι έφευγαν γιατί εκείνος δεν τους άνοιγε την ψυχή του. "Δεν κάνουν έτσι οι φίλοι", του έλεγαν. Και το παιδί έτρεχε μακριά τους κι έκλαιγε. Ποτέ κανείς δεν τον είχε δει να κλαίει. Έτσι βγάζουν συμπεράσματα οι άνθρωποι. Αν δεν τους πεις πως αισθάνεσαι δε μπορούν να καταλάβουν. Αν δεν τους πεις ότι κλαις, ή αν δε σε δουν, σε θεωρούν αναίσθητο. Και το παιδί μ' αυτή τη σκέψη έκλαψε κάτω απ το φεγγάρι..
Θυμάμαι το έρμο αυτό παιδί. Τα μάτια του στο χρώμα μιας ξεχασμένης θάλασσας. Eνός απάτητου ουρανού. Αυτά κοιτούσε κι η κοπελιά του κείνο το βράδυ. Το πρώτο του βράδυ, γύρω στα 19. Περασμένα 19. Μεγάλος θα μου πεις. Μα μέχρι τότε δεν ήταν παρά ένα παιδί. Με ανάστημα μικρότερο του κανονικού, οι νεράιδες δεν τον κοιτούσαν κι οι άγγελοι δεν είχαν κατέβει ακόμη στη γη. Στα 19 άρχισε να ωριμάζει εξωτερικά. Εσωτερικά όμως τον έτρωγε το σαράκι. Η κιθάρα του ένιωθε μια αλλόκοτη μοναξιά. Ταίρι κανένα. Κι οι λέξεις του ηχούσαν παράξενα στ' αυτιά των μικρών ξωτικών κοριτσιών. Οι ορμόνες του να χτυπούν αλύπητα την καρδιά του. Και λίγο παρακάτω. Αρκετά παρακάτω. Και να μη μπορεί να απελευθερώσει το χείμαρρό του. Πουθενά. Κείνη τον κοιτούσε στα μάτια. Ονειρευόταν οικογένεια, ενώ εκείνο το παιδί ήθελε μονάχα να κοιτάζουν το φεγγάρι παρέα. Μπορεί να μη ζωγράφιζε πια. Μπορεί να μην του άρεσε να απεικονίζει στο χαρτί την τόση ομορφιά του σκοτεινού φεγγαριού, αλλά ποθούσε κάθε βράδυ να το χαζεύει απ' το παράθυρο. "Είσαι χαζορομαντικός", του είπε εκείνη. Το παιδί σώπασε. Ο χείμαρρος καταλάγιασε. Τα μάτια του δάκρυσαν. Μα δεν το έδειξαν. Σκέφτηκε, "Έτσι είναι οι γυναίκες?" Έτσι σώπασε κι η σκέψη του..
Θυμάμαι κείνο το παιδί. Μιλούσε με τα μάτια, μα δεν κοίταζε ποτέ τον άλλο μεσ' τα μάτια. Μιλούσε αλλόκοτα. Δεν έγραφε μόνο για παραμύθια, αλλά ζούσε μεσ' τα παραμύθια. Άλλοτε πίστευε στο θεό, άλλοτε όχι. Πάντοτε σιωπηλός, χαμηλών τόνων, μικρής πρωτοβουλίας σε όλες τις πλευρές της ζωής, πληγωμένος. Τούτη τη λέξη, την τελευταία, τη λέω μοναχά μια φορά. Αλλά η επιρροή της στο μέλλον του παιδιού είναι καθοριστική. Παιδιά με τέτοιο παρελθόν δεν τη βγάζουν συχνά καθαρή. Η σωστή εκτίμηση με μία λέξη. Αυτοκαταστροφή..
Θυμάμαι κείνο το παιδί. Πόσο γλυκιά η μελαγχολία που τον τύλιγε. Γύρω στους 8 μήνες και δεν άντεξε. Της είπε "Αντίο". Εκείνη λύγισε. ¨Κι η οικογένεια που ονειρευόμασταν αγκαλιά?¨, τον ρώτησε. "Θυμήσου. Μονάχη σου ονειρευόσουν. Εγώ ποτέ δε μίλησα." Εκείνη τον κυνήγησε. Εκείνος αρνήθηκε. Από τότε τον κυνηγάει ετούτη η κατάρα. Οι απορρίψεις έπεφταν βροχή. Δεν περπατούσε πια, μπουσουλούσε. Κλεινόταν σ' ένα δωμάτιο που πολλές φορές σκέφτηκε να βάψει με μαύρο χρώμα. Μα οι γονείς του του είπαν "Σ' αγαπάμε", κι ας μην καταλάβαιναν τι είχε. Το παιδί χαμογέλασε για πρώτη φορά. Και ψέλλισε, "Δε μου αρκεί. Είστε γονείς μου. Το 'χετε έμφυτο να μ' αγαπάτε. Αν δε μπορώ να κερδίσω την αγάπη ενός αγνώστου, τι να μου κάνει η δεδομένη η δική σας? Δε μου αρκεί." Ζει μια ζωή που κανείς δεν ξέρει το προσκήνιο. Κανείς δεν ξέρει πως νιώθει τούτο το παιδί. Κανείς ποτέ δε θα μάθει. Η ντροπή καμιά φορά είναι μεγαλύτερη από κάθε αγάπη. Και το παιδί την αισθάνθηκε πάλι. Τη θυμήθηκε πάλι. Κι έκλαψε πάλι.
Μα δεν έλειψε το συναίσθημα. Θυμάμαι ακόμη τούτο το παιδί που ταξίδεψε για να τη δει. Χιλιόμετρα για να τη δει. Τον πρώτο έρωτα. Μα ο προηγούμενος? Μα εκείνος ίσως ποτέ να μην ήταν έρωτας. Ίσως.. Ώρες πολλές στο τελευταίο βαγόνι. Μια φορά. Για μια στιγμή. Και μετά πέθανε. Έμεινε με το εισιτήριο στο χέρι να κοιτάζει το μήνυμα..."Καλύτερα να μην έρθεις." Έψαχνε γι' ανθρώπους και βρήκε συντρίμμια στο στήθος του. Ας είναι. Εκείνη ξέρει καλύτερα. Ένιωσε πολλά και τα είπε. Αλλά το μετάνιωσε. Κι από τότε δεν ξαναμίλησε. Ούτε θα ξαναμιλήσει. "Είσαι των άκρων", του είπε μια φίλη του. Κι εκείνος χαμογέλασε αμυδρά και κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό του..
Που να χάθηκε τούτο το παιδί? Πέρασαν έκτοτε γοργόνες, νεράιδες, καλοί και κακοί προφήτες, αλλά τίποτε δεν τον άγγιξε. Μέχρι να προλάβει να το φχαριστηθεί, όλα ετούτα χάνονταν. Όσο γρήγορα εμφανίζονταν. Μα δεν τον άγγιζαν πια. Δεν τον ευχαριστούσαν, αλλά ούτε και τον πλήγωναν. Χτίστηκαν κείνα που 'χαν διαλυθεί. Συντρίμμια δεν είναι πια, αλλά ούτε με καρδιά μοιάζουν. Δεν έχει σημασία καμιά. Τώρα βρίσκει τον εαυτό του αλλιώτικο. Δεν ανησυχεί πια για κείνον. Αλλά δεν ανησυχεί και για κανέναν άλλο. Η πληγή έγινε εγωισμός. Όχι αγάπη για τον εαυτό του, αλλά μίσος για τους ανθρώπους που τον έφθασαν σε τούτο το σημείο. "Παιδί μου, δε φταίει ο κόσμος για τη φτιάξη μας. Φταίμε εμείς που τα παίρνουμε όλα τις μετρητοίς. Κι ας τα προκαλούν εκείνοι", του είπε κάποτε ένας παπάς. "Πάτερ, εσείς γιατί απαρνηθήκατε τον κόσμο και καλογερέψατε?", ρώτησε τότε το παιδί. "Γιατί κουράστηκα απ' αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους που περιγράφεις παιδί μου..." Και το παιδί χαμογέλασε.

Είναι κουραστικό απόψε να 'σαι μικρός πρίγκιπας. Να είσαι άνθρωπος καλός και δίκαιος. Δεν είναι όμως θέμα επιλογής, είναι καθαρά θέμα φτιάξης και αισθήματος. Ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Είναι κουραστικό να είσαι άγγελος. Είναι καταστροφικό να έχεις ένα παρελθόν όπως ετούτου του παιδιού, αλλά δυστυχώς αναπόφευκτο να το αποφύγεις. Κι έτυχε ο άγγελος να έρθει σε άσχημη στιγμή. Σε πολύ άσχημη στιγμή. Πως να αναστηθεί ετούτη η καρδιά? Είναι καρδιά παιδιού ακόμα κι ας είναι πετρωμένη..

Ακόμη το θυμάμαι τούτο το παιδί. Ποτέ δεν το ξεχνάω. Κάθε μέρα το κοιτάζω στον καθρέφτη και δακρύζω..