Τσάμπα.

Είχες θάρρος. Έσπασες το κέλυφος. 2 μήνες νωρίτερα να βγεις, να ζήσεις λίγο παραπάνω. Να προσπαθείς να νιώσεις ίσος με τους συντρόφους σου και να μη μπορείς. Να θέλεις ίδιος με κείνους να νιώσεις, μα να μην τα καταφέρνεις. Ο ουρανός που σε σκέπαζε είχε αλλιώτικα σύννεφα. Άχρωμα όνειρα. Μεγάλωσες ανάμεσα σε 4 τοίχους που αγάπησες σαν το μοναδικό σου σπιτικό. Ο δρόμος έξω απ' το κατώφλι σου ήρεμος, σχεδόν απάτητος. Έβγαινες μονάχα για να ταίσεις το τομάρι σου κι έπειτα γύριζες τρέχοντας κι έκλεινες με κρότο την πόρτα πίσω σου. Σαν κάποιος να σε κυνηγούσε. Πάντοτε.
Δεν είναι η σκιά σου που κάνει θόρυβο στο διάβα σου. Είναι οι αλυσίδες που νιώθεις ότι κουβαλάς στο ένα πόδι. Και στα δύο πόδια. Στο λαιμό. Στην ψυχή. Παντού. Μίσος που πηγάζει από τα λάθη των ανθρώπων. Από την καταραμένη ωριμότητα που δε βρήκανε ποτέ. Κει που κουρνιάζει η καρδιά θα 'ναι πάντοτε άδειο το σημείο. Πως να κοιμηθείς όταν οι κόρες μένουν ορθάνοιχτες? Ρίχνεις τη φταίξη σου στο φόβο! Σ' έναν αόριστο φόβο. Στο φόβο για τα όλα.
Βάζεις ενέχυρο ένα χαμόγελο για να χαρείς μι' ανάσα λεύτερη. Βάφεις τα νύχια σου κόκκινα μήπως και ζηλέψει ο έρωτας και σε γευθεί λιγάκι. Μα είσαι δύσκολη κι απαιτητική. Βάφεις τα νύχια σου μαύρα να φανεί η μελαγχολία σου, μα το μόνο που καταφέρνεις είναι να ξεβάψει μαζί τους κι η ψυχή σου.
Παράδοξα, παράλογα, λόγια γλυκά, γραμμένα μια νύχτα με φεγγάρι. Γιατί στον κόσμο μου πάντοτε έχει φεγγάρι. Κι ας μην είναι ποτέ ολάκερο. Μπορούμε να το γεμίσουμε παρέα.
Βαρύς κυφήνας. Όλο νάζι αντρίκιο κι όλο ιστορίες σκάρτες περί οργάνων θηλυκών κι υποταγής. Μ' ακόμη γύρη δεν έφτασε στα χείλη του. Δεν είναι ο κόσμος μου αυτός. Είναι απλά ο κόσμος που μ' ανάγκασαν να ζω.
Τον αγέρα να διαβάσω προσπαθώ κι απόψε αποφάσισα να σταματήσω να γράφω για τ' αγαπημένα. Ας έρθουν μόνα τους όταν θελήσουν να επιστρέψουν. Ακάλεστα είναι πιο όμορφα πάντα.
Το φως μπροστά σου μεγαλώνει. Ένα "δεν πρέπει" κι ένα "δεν είναι σωστό" έχει φωλιάσει στο μυαλό σου. Και ζεις για τα προσχήματα. Ζεις γιατί κανείς δε βρέθηκε να σε σπρώξει δυνατά στο γκρεμό των σκέψεών σου.
Σε προκάλεσα ένα στοιχείο της φύσης να διαλέξεις. Κάτι που σου αρέσει, μέσα σου να χαθεί. Η βροχή. Θέλησες με τη βροχή τη μελαγχολία σου να πνίξεις. Δε χρειάζεται για τον πόνο σου να μιλάς, ούτε να ικετεύεις τη ζωή να σε πάρει αγκαλιά. Κοίταξες ψηλά, έφτιαξες μπόλικη. Τότε που η ματιά ξενυχτά και γιατρεύει όλα τα όμορφα η αυπνία.
Στο τραγούδι μου ρυθμό δίνει η ψυχή σου. Νότες έφτιαξα τις στάλες από την πιο πυκνή βροχή σου. Και μ' αρέσει να γράφω. Να σκάβω μνήμες, να ξεσκάω στο χαρτί. Με την πιο όμορφη αλήθεια παραμάσχαλα. Με την πιο όμορφη πλάση στο μυαλό μου τούτης της αλήθειας.
Δεν πρόκειται να γλιτώσεις από το άσκοπο. Από τ' αλόγιστο. Από το απάνθρωπο. Δεν πρόκειται αυτός ο κόσμος να αλλάξει όταν στέκεσαι απλά όμως και με κοιτάζεις. Ένα νεύμα για το τίποτα. Ένα νεύμα για τα όλα.
Κι έτσι βολεύεσαι.
Να χλευάζεις όσους σκέφτονται.
Να σου φαίνονται περίεργοι όσοι αντιστέκονται.
Όταν τραγουδάω περίεργα να με κοιτάζεις αλλόκοτα.
Όταν γράφω στίχους, απ' τα σύννεφα που ανέβηκα να προσπαθείς να με ρίξεις.
Να φτύνω αίμα κάθε τόσο, γιατί κάποιες ψυχές αποφάσισαν ότι έπρεπε για κάτι που αγνοώ σωματικά να το πληρώσω.
Απ' το άδικο μια ζωή να πνίγομαι.
Να προσπαθώ ν' αγκαλιάσω κάτι που τυχαία μα ουσιαστικά αγάπησα και να μην το φτάνω με τις ώρες.
Και το μόνο που κάνω καλά είναι να ονειρεύομαι.
Να πνίγομαι στο ποτήρι μου, στα χρώματα που αφήνει το σημάδι απ' το κραγιόν σου.
Να υποκλίνομαι στο μυαλό σου.
Να ψάχνω συνεχώς νέες λέξεις να σε περιγράψω και πάντα μόνη να μένω.
Να περνάει δίχως ουσία ο καιρός, όλοι να το φχαριστιούνται κι εγώ να νιώθω πως απλά είμαι ζωντανή.
Να κρίνεις δίχως να 'χεις το δικαίωμα.
Να κοιμάσαι λίγο πριν το ξημέρωμα.
Να σιωπάς.
Να μη μιλάς.
(Δεν είναι το ίδιο, μη φωνάζεις. Ψάξε το.)

Τσάμπα πήγανε όλα.
Οι μέρες μου. Οι μέρες σου.
Οι αγάπες μου. Τα θέλω σου.
Γιατί σε νοιάστηκα. Σε πόνεσα. Σε λάτρεψα. Σ' αγκάλιασα. Σ' έκλεισα στο κελί μου.
Κι εσύ τώρα όπου κι αν πας ντύνεσαι "ελευθερία" για να μ' εκδικηθείς.
Κι όμως εγώ ακόμα σου απλώνω το χέρι.
Πιάσε το. Γλύτωσέ με.