Δεν.


     Άλλη μια μέρα φτάνει στο τέλος της. Η παραστάση έκλεισε και για σήμερα την αυλαία της. Ήμουν καλός παλιάτσος, έκανα τους φίλους να γελάσουν και να ευχαριστηθούν. Τώρα θα ξεκουραστώ. Άδεια και κενή κουλουριάζομαι σε μια γωνιά στο πάτωμα. Και.. σκέφτομαι. Κακώς. Καταστάσεις τελειωμένες και σκατένιες οικογενειακές στιγμές. 
     Ανθρώπους που φύγαν και εκείνους που δυστυχώς είναι ακόμα εδώ, ζωντανή υπενθύμιση των μη. Ψυχές βασανισμένες και τόσο μονόπλευρες, που τη βρίσκουν με το να σε ελέγχουν, εσένα, την κάθε σου ανάσα και την ύπαρξή σου. Θα περάσει καιρός μέχρι να το αφήσω πίσω όλο αυτό το τσίρκο. Ακόμη περισσότερος μέχρι να συγχωρήσω τους παρευρισκόμενους. Άνθρωποι που θέλουν να 'χουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο πάνω στα πάντα, που απαιτούν να είσαι κατ' εικόνα τους, χωρίς όμως να 'χουν δει ουσιαστικά σ' ένα καθρέφτη τη σαπίλα τους. Αυτοί οι ίδιοι που με το πρόσχημα του καθωσπρεπισμού τους σου βιάζουν την ψυχή με την πρώτη ευκαιρία. 
     Και απ' την άλλη, Εσύ. Την έκανες με ελαφρά, αλλά η μυρωδιά σου αιωρείται ακάθεκτη. Φεύγεις και δε φεύγεις, είσαι και δεν είσαι, μένεις και δε μένεις. Δε βιώνουμε τώρα αυτά τα ανώφελα πισωγυρίσματα, τις επικίνδυνες -λάθος- στιγμές. Τα τελευταία λόγια ειπωθήκανε πια. Ρίξαμε και το τελευταίο μας χαρτί. Σπάσαμε το γυάλινο κλουβί μας -δέσμιοι μιας πλαστής ευτυχίας- και το σκάσαμε αδιαφορώντας για τα θραύσματα που πλήγωσαν το δέρμα, την ψυχή μας. Δε μου λείπεις, όμως. Δεν κλαίω πια όπως βλέπεις. Κι ούτε που θέλω να γυρίσεις. Κι ούτε που θέλω να σε ξαναδώ να με πλησιάζεις με κείνο το χαμόγελο και με τη σιγουριά στο βλέμμα. Δε σε φοβάμαι. Δε φοβάμαι την επιρροή σου. Δεν είσαι πια η αδυναμία, το ναρκωτικό. Ποτέ δεν ήσουν. Τα λόγια αυτά που ένα φεγγάρι τα ξεστόμιζα εγώ η ίδια δεν ήταν παρά ανόητες σκέψεις μιας ανώριμης μικρής. Με πίστεψες τότε; Μακάρι όχι. Ψέμματα σου έλεγα. Τότε, δεν έβλεπα. Ποτέ δεν είδα. Δεν αγάπησα εσένα παρά μόνο την εξιδανικευμένη εικόνα σου.
     Και εσύ δεν κατάλαβες ποτέ γιατί έφυγα. Νομίζεις ακόμα πώς έφυγα γιατί ζήλεψα; Το προσπάθησες πολύ να ζηλέψω. Αλλά όχι, ήταν απλά ψυχοφθόρο να μου διηγείσαι το πως προχωράς. Απλά με σκότωνες με το γάντι. Αν είμασταν ερωτευμένοι, όλα θα ήταν πιο απλά και εσύ σίγουρα πιο ευτυχισμένη. Κατάλαβε το, πια. Δεν έφυγα γιατί έχασα εσένα. Άλλωστε, ποτέ δεν ήσουνα δικός μου άνθρωπος. Εμένα έχασα, εμένα έψαξα, εμένα παλεύω να βρω. Σε σιχάθηκα μωρέ. Και δεν πειράζει. Είναι κλισέ αυτό. Κάθε έρωτας άξιος λόγου οφείλει έτσι να λήγει. 
     Μη ρωτήσεις, μωρό μου, ξανά πώς γίνεται δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν μια φορά τώρα να μισιούνται. Ούτε πώς είναι δυνατό ο έρωτας να γίνεται σε μια στιγμή η καταστροφή. Δεν ξέρω. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι λεπτές και δυσδιάκριτες. Οι ισορροπίες μηδαμινές. Και εγώ που έζησα μαζί σου τόσα χρόνια ένα πράγμα έμαθα· τα πιο μεγάλα ψέμματα οι ερωτευμένοι τα ξεστομίζουν. Ησύχασε, τώρα! Μην πισωγυρίζεις, μωρό μου. Σώσε τον εαυτό σου και μη θες να καταστρέψεις -κι άλλο- εμένα που τόσο ωραία αγάπησες. Μείνε μιαν ευχάριστη ανάμνηση. Είναι το καλύτερο που τώρα πια μπορείς να κάνεις. Εξάλλου, τί είμαστε νομίζεις πλέον; Μια συνήθεια είμαστε, μια συνήθεια που έχει μείνει από παλιά και μας δεσμεύει. 
     Δεν ξέρω τι φταίει, ίσως όλα ίσως και μόνο το κεφάλι μου το άδειο. Όμως τη μια στιγμή όλα είναι κενά, αθόρυβα, γαλήνια. Την επόμενη ξαφνικά όλα πονάνε, σου τρυπάνε το μυαλό με τα κατεστραμμένα τους λόγια και φριχτά βλέμματα. Δεν ξέρω πότε θα περάσει, ούτε πως θα ησυχάσει ο κόσμος. 
     Είναι εξάλλου όλα τόσο ανούσια.